Επίμετρο

Πάνω από ένας χρόνος έχει περάσει από τότε που ξεκίνησε η απεργία διαρκείας στα πανεπιστήμια. Μπροστά μας συνεχίζουμε να έχουμε την πραγματικότητα των απολύσεων των εργαζόμενων και των διαγραφών των φοιτητών μέσα σε μια απολύτως εντατικοποιημένη καθημερινότητα. Οι νέες διοικήσεις των πανεπιστημίων επιχειρούν να μετατρέψουν τη φύλαξη των κτιρίων –μέσω των εργολάβων security με τα αλεξίσφαιρα γιλέκα– σε ένα πρόπλασμα πανεπιστημιακής αστυνομίας που θα εμποδίζει τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες εργαζόμενων, φοιτητών και άλλων αγωνιζόμενων κοινωνικών κομματιών. Στόχος τους είναι η μετατροπή των πανεπιστήμιων σε αποστειρωμένους χώρους όπου δεν θα μπαίνουν εμπόδια στη σχεδιαζόμενη επέκταση των επιχειρηματικών λειτουργιών· όπου οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι θα πειθαρχούν στις επιταγές του κεφαλαίου και του κράτους του· όπου οι πανεπιστημιακοί χώροι θα πάψουν να αποτελούν πεδίο κοινωνικών και ταξικών αγώνων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η απόπειρα της νέας πρυτανικής αρχής να επιβάλλει λοκ-άουτ στο κεντρικό κτίριο του ΕΚΠΑ για να αποτρέψει φοιτητικές κινητοποιήσεις, η ανακοίνωση περί επιβολής καρτών ελεγχόμενης εισόδου και εγκατάστασης καμερών παρακολούθησης και η απόφαση να διατίθενται οι χώροι του πανεπιστημίου αποκλειστικά για εκδηλώσεις «ακαδημαϊκού και ερευνητικού ενδιαφέροντος». Αντίστοιχες κινήσεις έχουν γίνει τόσο στο ΑΠΘ –όπου η Σύγκλητος συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών– όσο και σε άλλα πανεπιστήμια. Τίποτα δεν έχει τελειώσει: η έκβαση της μάχης για τις απολύσεις και τις διαγραφές, για την πειθάρχηση της άμισθης και της μισθωτής εργασίας μέσα στα πανεπιστήμια, για την επιβολή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξαρτάται από το περιεχόμενο και τις μορφές που θα πάρει ο αγώνας των άμισθων και των μισθωτών εργαζόμενων μέσα στα πανεπιστήμια.

Πρώτα από όλα όμως είναι αναγκαία η ψύχραιμη εκτίμηση της τρέχουσας συγκυρίας.

Η συγκυρία στα γραφεία – τους χώρους της μισθωτής εργασίας

Εκατοντάδες εργαζόμενοι βλέπουν την πόρτα της εξόδου μετά τη λήξη της κινητικότητας σε λίγες εβδομάδες. Η τεράστια μείωση του αριθμού όσων συνεχίζουν να εργάζονται είτε λόγω διαθεσιμότητας είτε λόγω συνταξιοδοτήσεων έχει οδηγήσει σε ακραία εντατικοποίηση της εργασίας των εργαζόμενων που έχουν παραμείνει στις θέσεις τους, οι οποίοι έχουν επωμισθεί με το καλό ή με το κακό (π.χ. με τις ακούσιες μετακινήσεις ή τη «δαμόκλειο σπάθη» της αξιολόγησης κ.α.) τον όγκο δουλειάς του προσωπικού που λείπει. Η τακτική της διοίκησης των ιδρυμάτων για την κάλυψη των κενών με την εσωτερική μετακίνηση εργαζόμενων από γραφείο σε γραφείο αποτελεί συνέχεια της πολιτικής της κυβέρνησης που μέσα από τις διαθεσιμότητες επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το εργασιακό κόστος και να βγάλει την ίδια δουλειά με συντριπτικά λιγότερους εργαζόμενους ξεζουμίζοντάς τους.

Από την άλλη μεριά, η μεγάλη μείωση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και η αυστηροποίηση του ελέγχου των εργολαβιών από τη μεριά του κράτους έχει οδηγήσει σε δυσμενείς μεταβολές των όρων και των συνθηκών εργασίας των συμβασιούχων και στην απόλυση εκατοντάδων εργαζόμενων στις εργολαβίες. Το γεγονός ότι πολλές σχολές στο ΕΚΠΑ θυμίζουν σκουπιδότοπο είναι αποτέλεσμα της απόλυσης του συνόλου των καθαριστριών όταν δεν ανανεώθηκε η σύμβαση με τους παλιούς εργολάβους, ενώ ταυτόχρονα οι εργαζόμενες δεν έχουν πληρωθεί τους μισθούς των τελευταίων 7 μηνών. Όπου τα τμήματα έχουν «ίδιους πόρους» λόγω των ερευνητικών προγραμμάτων έχουν προσληφθεί ελάχιστες καθαρίστριες με όρους μαύρης εργασίας, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να βγάζουν πολλαπλάσια δουλειά. Επίσης, από την 1/12/2014 όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου υποχρεώθηκαν να μετατραπούν σε εργαζόμενους με μπλοκάκι με ό,τι συνέπειες έχει αυτό στα εργασιακά και τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα.

Όλο το προηγούμενο διάστημα, σε μια περίοδο γενικευμένης υποχώρησης, δρομολογείται μια στρατηγικά μεθοδευμένη και απόλυτα μηχανευόμενη εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου. Πρώτα, έχουμε –την άνοιξη– τις κοσμητορικές εκλογές, που επαναφέρουν τη «νομιμοποίηση» του Συμβουλίου Ιδρύματος, αφού προ-επιλέγουν τους κατάλληλους υποψήφιους. Στη συνέχεια έχουμε την υιοθέτηση από τη Σύγκλητο, με συνοπτικό τρόπο, του σχεδίου Οργανισμού. Και τέλος, το καλοκαίρι, εμπεδώνεται η διαδικασία της προ-επιλογής πρυτάνεων και η εκλογή Φορτσάκη, Γκόλια και Μήτκα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αναμετάδοση της γνωστής συνέντευξης των τριών υποψηφίων με τον Μπερτσιμά, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ, ως συντονιστή της παρουσίασης, το μότο «νόμος και τάξη» ήταν το απόλυτο κοινό και ταυτόσημο στοιχείο. Οι αποκλίσεις των «υποψηφίων» ήταν καθαρά υφολογικού τύπου.

Το λοκ-αούτ στην Πρυτανεία του ΕΚΠΑ και στη Νομική τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη με τη συνδρομή των δυνάμεων καταστολής είναι αποδεικτικό αλλά προπαντός δηλωτικό του τρόπου με τον οποίο θα επιδιώξουν να πορευθούν, από εδώ και πέρα, οι πιο αντιδραστικοί εκπρόσωποι της κρατικής καταστολής, της περαιτέρω επιχειρηματικοποίησης των πανεπιστημίων και της απόπειρας μετατροπής τους σε θερμοκήπια αποχαυνωμένων και φοβισμένων εργαζόμενων και φοιτητών.

Το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας

Βασικό προπαγανδιστικό όπλο για την επιβολή της πολιτικής των απολύσεων και, ευρύτερα, της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας που έχει ως στόχο την προώθηση της διαίρεσης και του κανιβαλισμού μεταξύ των εργαζόμενων. Το χρησιμοποίησαν τόσο στις διαθεσιμότητες με τη μοριοδότηση όσο και στο νέο σύστημα αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα ή στο μέτρο επανέλεγχου της μετατροπής των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Στην πραγματικότητα η διαδικασία που ακολουθείται αναπαράγει το πελατειακό κράτος των κομμάτων και των συνδικαλιστικών μηχανισμών που καταφέρνουν να σώσουν τον στενό κύκλο των «δικών τους παιδιών». Ειδικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, φάνηκε ξεκάθαρα ότι η διαδικασία της μοριοδότησης έγινε λάστιχο για να διασωθεί η ηγεσία του συνδικαλιστικού μηχανισμού. Απόδειξη γι’ αυτό οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής στις λίστες της διαθεσιμότητας. Κάποιοι κοιμήθηκαν διαθέσιμοι και ξύπνησαν προϊστάμενοι, πατώντας στην ουσία πάνω στα κεφάλια των συναδέλφων τους. Ο σκληρός πυρήνας αμείφθηκε για τις απεργοσπαστικές του προσπάθειες κατά τη διάρκεια του απεργιακού μας αγώνα.

Η συγκυρία στα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια – τους χώρους της άμισθης εργασίας

Η εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου (2011) –μεταξύ άλλων– έθεσε όρια στα έτη φοίτησης (ν+2 ή και ν+1 στα ΤΕΙ), καθώς και χρονική αφετηρία των διαγραφών όσων τα υπερέβησαν τον Σεπτέμβριο του 2014. Βρισκόμαστε λοιπόν στο σημείο όπου, όπως εξαγγέλλει το υπουργείο, «180.000 αιώνιοι φοιτητές θα διαγραφούν άμεσα». Πού πραγματικά στοχεύει όμως αυτή η απόφαση; Ξεκάθαρα στη διαίρεση των φοιτητών και στο διαχωρισμό τους σε συνεπείς και ασυνεπείς – «τεμπέληδες»-«επιμελείς». Σε αυτούς που κατά τα αφεντικά είναι παραγωγικοί και σε αυτούς που δεν είναι μέσα στον χώρο του πανεπιστημίου. Η τακτική αυτή των διαγραφών αποσκοπεί στην περαιτέρω πειθάρχηση και εντατικοποίηση των ζωών μας. Αν τα σχέδιά τους ευοδωθούν, πλέον, το κύριο μέλημά μας θα είναι να τρέχουμε από μάθημα σε μάθημα, από εργαστήριο σε εργαστήριο, από εξέταση σε εξέταση. Επιχειρούν να παγιώσουν τον φόβο της διαγραφής στη συνείδηση του κάθε φοιτητή από τα πρώτα κιόλας έτη εισαγωγής του για να επιβάλλουν μια μηχανοποιημένη και πειθαρχημένη φοιτητική καθημερινότητα ώστε να καταστείλουν τις δυνατότητες άρνησής της, τις δυνατότητες διεκδίκησης του χώρου και του χρόνου στη νέα πανεπιστημιακή πραγματικότητα, τη διάθεση και την προσπάθεια για συλλογική δράση, αυτοκαθορισμό και ικανοποίηση των αναγκών μας. Με άλλα λόγια, στόχος τους είναι να δοθεί τέλος στις συνελεύσεις, τα στέκια στις σχολές, τις καταλήψεις, τις φοιτητικές κινητοποιήσεις εν γένει, που εδώ και πάνω από 30 χρόνια βάζουν εμπόδια στην αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Οι διαγραφές βέβαια, στοχεύουν και στη συνολικότερη αναμόρφωση του πανεπιστημίου. Το κράτος θέλει ένα νέο πανεπιστήμιο που θα αναπαράγει γρήγορα και όσο το δυνατόν πιο ανέξοδα ειδικευμένη εργασιακή δύναμη (μικρότερος αριθμός εισακτέων – μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων όπως προδιαγράφεται στο «Σχέδιο Επιχειρησιακού Προγράμματος» του Υπ. Παιδείας που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2014). Η διαφαινόμενη θέσπιση διδάκτρων αρχικά για αυτούς που βρίσκονται στα πρόθυρα της διαγραφής και εν συνεχεία σ’ όλο το φάσμα φοίτησης κινείται στην κατεύθυνση αυτή. Η επιβολή ενός αγώνα δρόμου για την απόκτηση πτυχίου πριν τη διαγραφή προωθεί κι αυτή με τον τρόπο της την πειθάρχηση της φοιτητικής εργασίας και, γενικότερα, του φοιτητικού βίου.

Και η «υποκειμενική» κατάσταση;

 Οι σποραδικές και μειοψηφικές κινητοποιήσεις φοιτητών και εργαζόμενων απέναντι σε όλα αυτά είναι μέχρι στιγμής ανεπαρκείς. Από τη μια μεριά, την απεργία ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος αναδίπλωσης των εργαζόμενων. Στο ΕΚΠΑ, η εκλογή νέας διοίκησης του συνδικάτου όχι μόνο δεν συνέβαλλε στο ξεπέρασμα της συντεχνιακής λογικής και της κουλτούρας της ανάθεσης και των «εξυπηρετήσεων» αλλά αντίθετα τις διατήρησε με έναν αγωνιστικό μανδύα. Οι επιτροπές φοιτητών-εργαζόμενων που ήταν η βάση για τη δημιουργία της Απεργιακής Επιτροπής ως οριζόντιας και ανοιχτής μορφής αυτοοργάνωσης της απεργίας αλλά και για τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της ως προς τις μορφές κινητοποίησης, δηλαδή το σχεδόν καθολικό μπλοκάρισμα της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και του ανοίγματος του αγώνα σε άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια, είτε απαξιώθηκαν είτε υπονομεύτηκαν ανοιχτά. Αντί να επιδιωχθεί η συνέχιση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, επιδιώχθηκε η θεσμική αναγνώριση της νέας ηγεσίας και οι επαφές «παραγόντων» που μεταξύ άλλων διεκπεραίωναν συλλογικά προβλήματα των εργαζόμενων ως «ατομικές υποθέσεις» (π.χ. εκδικητικές μετακινήσεις). Το απεργιακό ταμείο δεν λειτούργησε πριν περάσουν 3 μήνες (!) ενώ ταυτόχρονα υπήρξε χαρακτηριστική κωλυσιεργία στην οργάνωση κινητοποιήσεων ενάντια στην τιμωρητική περικοπή των αποδοχών της απεργίας. Το νέο Δ.Σ. δεν έκανε, εν ολίγοις, τίποτε για να διατηρήσει την –ούτως ή άλλως μειοψηφική– κοινότητα αγώνα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της απεργίας μέσα από τη στήριξη των μορφών αυτοοργάνωσης και την οργάνωση κινητοποιήσεων (π.χ. απέναντι στις πιέσεις που ασκούνταν στους διαθέσιμους να «βάλουν πλάτη για να λειτουργήσει το ίδρυμα») αλλά, αντιθέτως, συνέβαλλε στην αποδιοργάνωση και την απογοήτευση του αγωνιστικού μπλοκ των εργαζόμενων. Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι στην πρόσφατη σύγκρουση για το κλείδωμα των εργαζόμενων, την απαγόρευση εισόδου των φοιτητών στην Πρυτανεία με τη βοήθεια των ΜΑΤ και, ευρύτερα, την απόπειρα επιβολής του νέου μοντέλου «φύλαξης»-αστυνόμευσης, το νέο Δ.Σ. του Συλλόγου ενεργοποιήθηκε έγκαιρα και συνεργάστηκε από κοινού με άλλους εργαζόμενους και με φοιτητικές συλλογικότητες για την οργάνωση κινητοποιήσεων οι οποίες πέτυχαν εν μέρει να ακυρώσουν τον έλεγχο εισόδου και το κλείδωμα των εργαζόμενων.

Στο ΕΜΠ, οι Σύλλογοι των εργαζόμενων καλλιέργησαν συστηματικά αυταπάτες περί συμφωνίας με το υπουργείο και επιστροφής των «διαθέσιμων» πρωτοστατώντας στην κοροϊδία της «διαπραγμάτευσης». Επιπλέον, κινήθηκαν με έναν απολύτως συντεχνιακό τρόπο προσπαθώντας να περάσουν επιμέρους συμφωνίες για το ΕΜΠ. Η διάψευση των υποσχέσεων οδήγησε τελικά στην παραίτηση των διοικήσεων και των δύο Συλλόγων των εργαζόμενων στο ΕΜΠ. Στο ΑΠΘ, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα αφού η λειτουργία του πανεπιστημίου δεν σταμάτησε ούτε καν την περίοδο της περσινής μεγάλης απεργίας. Το ελεγχόμενο από το ΠΑΜΕ σωματείο περιορίστηκε στην έκδοση «αγωνιστικών ανακοινώσεων» και, φυσικά, δεν έκανε απολύτως τίποτε για την ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης και κοινού αγώνα με τους φοιτητές. Η δε Ομοσπονδία των συλλόγων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ αφού έκλεισε την απεργία με συμφωνία ΠΑΜΕ, ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ έχει περιοριστεί ένα χρόνο τώρα στην εξαγγελία στάσεων εργασίας που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Από την άλλη μεριά, η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων ακολούθησε μετά την απεργία έναν απολύτως ατομικό δρόμο φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι εμποδιζόταν να εργαστεί για να γλιτώσει ένα κομμάτι των περικοπών της απεργίας. Παρά τον πολύμηνο απεργιακό αγώνα, δεν ξεπεράστηκε στη βάση ούτε η κουλτούρα της ανάθεσης, ούτε η συντεχνιακή λογική, ούτε η αναζήτηση λύσεων μέσα από πελατειακές σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όποιες κινητοποιήσεις πραγματοποιούνται είναι απούσα η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων που έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα. Αντ’ αυτού, στο ΕΚΠΑ οργανώθηκε πρόσφατα ένα συντονιστικό διαθέσιμων που συνεχίζει να ελπίζει σε «λύση» μέσα από lobbying στην κυβέρνηση και τον Πρύτανη – ο όποιος πουλάει αυτή την εποχή το παραμύθι ότι στηρίζει την επιστροφή των εργαζόμενων σε αντίθεση με όσα έλεγε κατά τη διάρκεια της απεργίας. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να αρνηθούν τη στήριξη στις κινητοποιήσεις των φοιτητών ενάντια στις διαγραφές για να «μη χαλάσουν τη σχέση τους με τις πρυτανικές αρχές». Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη στάση της «βάσης» έπαιξε το διαμορφωμένο εδώ και χρόνια πλαίσιο των πελατειακών προσλήψεων, η πρόσδεση με συγκεκριμένα αφεντικά-μέλη ΔΕΠ αφού οι περισσότεροι εργαζόμενοι ξεκίνησαν ως συμβασιούχοι που τους προσλάμβαναν συγκεκριμένοι «επιστημονικοί υπεύθυνοι» ή ο μηχανισμός του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας – και φυσικά η κυριαρχία της ανάθεσης, των «εξυπηρετήσεων» και των πελατειακών σχέσεων μέσα στα, ούτως ή άλλως, συντεχνιακά συνδικάτα του κλάδου. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα λόγω της διασπαστικής πολιτικής της κυβέρνησης: αρχικά με τη μοριοδότηση, στη συνέχεια με την απογραφή, αργότερα με την ένταξη εργαζόμενων στο Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό, τις διαφορετικές καταληκτικές ημερομηνίες της διαθεσιμότητας ανά ειδικότητα, την «κινητικότητα» για περιορισμένο αριθμό εργαζόμενων και, ευρύτερα, το χειριστικό παιχνίδι της «αξιολόγησης των αναγκών» και της αναμονής των νέων προσκλήσεων για «κινητικότητα», την αξιολόγηση των εργαζόμενων βάσει του νόμου Μητσοτάκη, κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα ήταν η διαίρεση των εργαζόμενων σε πολλές κατηγορίες που αδυνατούν να αντιληφθούν την κοινότητα των συμφερόντων και των αναγκών τους όχι απλώς με άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης αλλά ούτε καν εντός του ίδιου του κλάδου. Σε αυτή την καταβύθιση στον ατομικισμό και την αδιαφορία έχει συμβάλλει η ταύτιση πολλών εργαζόμενων με τη δουλειά τους και τον ρόλο που έχουν μέσα σε αυτή, πράγμα που πηγάζει σε μεγάλο βαθμό αφενός από το υψηλό status του πανεπιστημίου εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και εν γένει της καπιταλιστικής κοινωνίας, και αφετέρου από την ιδεολογία της αριστεράς περί «ακαδημαϊκής κοινότητας», «κοινωνικού αγαθού της παιδείας», «αξίας της μόρφωσης», «δημοκρατικού και δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου».

Όσον αφορά τα μέλη ΔΕΠ καταγράφηκαν 3 διαφορετικές τάσεις: η πλειοψηφία έχει ταχθεί ανοιχτά εναντίον των κινητοποιήσεων φοιτητών και εργαζόμενων, ένα άλλο κομμάτι μέσω της αδιαφορίας του στηρίζει υπόγεια την πολιτική της αναδιάρθρωσης ενώ οι λεγόμενοι αγωνιστές αριστεροί καθηγητές είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία απόντες από τις κινητοποιήσεις.

Από την πλευρά των φοιτητών, οι αριστερές παρατάξεις δεν έκαναν τίποτε την προηγούμενη χρονιά για να προετοιμάσουν το έδαφος μπροστά στις επερχόμενες διαγραφές και την πλήρη εφαρμογή του Ν. 4009. Δεν ήθελαν με τίποτε να διακινδυνεύσουν την «απώλεια του εξαμήνου» για να μην αποξενώσουν τον «μέσο φοιτητή-ψηφοφόρο» αναπαράγοντας τον εκβιασμό της διοίκησης ως αίτημα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα απολύτως εντατικοποιημένο «ακαδημαϊκό έτος» όπου οποιαδήποτε κινητοποίηση φάνταζε αδύνατη. Αντιθέτως, επέλεξαν να παρεμβαίνουν παραταξιακά είτε ως «εκπρόσωποι των φοιτητικών συλλόγων» στα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου είτε μέσα από παρεμβάσεις και παραστάσεις διαμαρτυρίας χαμηλής έντασης αν όχι συμβολικές που αποκλιμακώνονταν τάχιστα.

Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους, τα ΕΑΑΚ και η ΑΡΕΝ κινήθηκαν εναντίον της απόπειρας επιβολής του νέου μοντέλου «φύλαξης»-αστυνόμευσης-καταστολής και αντιπαρατέθηκαν στις νέες πρυτανικές αρχές. Οι κινήσεις τους αυτές φαίνεται να έχουν συσπειρώσει ένα αγωνιστικό κομμάτι των φοιτητών ενάντια στις διαγραφές και την επιβολή της αναδιάρθρωσης των πανεπιστημίων. Ωστόσο, όπως φάνηκε στην πορεία της Παρασκευής 14/11/14, η οποία κατέληξε στο Πολυτεχνείο και αποχώρησε μετά από εντολή της αστυνομίας δεν επεδίωξαν να τραβήξουν την αντιπαράθεση στα άκρα. Το ΜΑΣ, η φοιτητική παράταξη του ΚΚΕ, σύρθηκε στο να συμμετάσχει σε κοινές πορείες με τα υπόλοιπα αγωνιζόμενα κομμάτια για να μην μείνει έξω από τις εξελίξεις με ό,τι συνέπειες θα είχε αυτό στην εκλογική του ισχύ. Παραπέρα, το ΜΑΣ έχει επιλέξει τον ρόλο της «υπεύθυνης αριστερής δύναμης» καθότι δεν εναντιώνεται συνολικά εναντίον των διαγραφών αλλά μιλά για «μη διαγραφή όσων θέλουν να σπουδάσουν». Για τη ΔΑΠ δεν χρειάζεται πιστεύουμε να πούμε κάτι.

Όσον αφορά τις πολιτικές ομάδες στις σχολές που ανήκουν στην τάση της λεγόμενης «οργανωμένης αυτονομίας» (Μητροπολιτικά Συμβούλια, Αρχείο), επιλέγουν να είναι παντελώς απούσες από οποιαδήποτε κινηματική διαδικασία και κάποιες από αυτές καταγγέλλουν συλλήβδην τους φοιτητές και τους εργαζόμενους ως μικροαστούς και τους αγώνες τους ως συντεχνιακούς γιατί υποτίθεται εξαντλούνται στην υπεράσπιση του «δημόσιου πανεπιστημίου» και της αξίας των πτυχίων τους. Μόνος τους στόχος είναι η αυτοδικαίωσή τους. Η δραστηριότητά τους εξαντλείται στη δημοσίευση πληθώρας αφισών και εντύπων που απαξιώνουν απ’ έξω όλους τους αγώνες και σε δράσεις αυτοαναφορικού τύπου.

Για να περάσουμε στην αυτοκριτική, τα αυτόνομα σχήματα φάνηκαν αδύναμα να παρέμβουν με συστηματικό τρόπο που θα μπορούσε να αναστρέψει το κλίμα ήττας και εντατικοποίησης που κυριάρχησε στις σχολές. Η απουσία της οργανωμένης παρέμβασης στις κεντρικές εξελίξεις (λοκ-άουτ των κεντρικών κτιρίων και παρεμβάσεις στη Σύγκλητο) είχε ως αποτέλεσμα ότι στις κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων [πριν την έκδοση αυτής της μπροσούρας] δεν υπήρχε δυνατότητα να συγκροτηθεί ένας άλλος πόλος που θα μπορούσε να δώσει μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση και περιεχόμενο σε αυτές. Εκτιμώντας την κατάσταση διακρίνονται ορισμένοι λόγοι για αυτή τη στάση που είναι σημαντικό να αποτυπωθούν: α) η απογοήτευση ή ακόμη σε ορισμένες περιπτώσεις η αποστροφή απέναντι σε συλλογικές διαδικασίες που ηγεμονεύονται στην τρέχουσα συγκυρία από την αριστερά, β) ο μικρός σχετικά αριθμός των ατόμων που συμμετέχουν με συνέπεια στις διαδικασίες των σχημάτων, παρά τον μεγάλο αριθμό φοιτητών που ανήκουν στον α/α/α χώρο, λόγω της υποτίμησης της σημασίας των φοιτητικών και ευρύτερα των ταξικών αγώνων. Η υποτίμηση αυτή πηγάζει από την κυρίαρχη ιδεολογία του χώρου που τείνει να κατακερματίζει το κοινωνικό ζήτημα σε επιμέρους διαχωρισμένες σφαίρες (αντιφασισμός, πολιτικοί κρατούμενοι, αλληλεγγύη, «εργασιακά», κλπ) οι οποίες αποκτούν προτεραιότητα σε σχέση με τον συνολικό αγώνα ενάντια στην αλλοτρίωση και εκμετάλλευση που αναγκαία ξεκινά από την καθημερινή ζωή και εργασία των ίδιων των αγωνιζόμενων υποκειμένων, γ) οι οργανωτικές αδυναμίες σε σχέση με την επικοινωνία και την κοινή δράση ανάμεσα στα σχήματα.

Σκοπός της παρούσας έκδοσης δεν είναι η φετιχοποίηση των παλιότερων στιγμών αγώνα αλλά αντιθέτως η κατανόηση των ορίων και των αδυναμιών τους ώστε να μπορέσουμε να τα ξεπεράσουμε. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις ελλείψεις μας αν θέλουμε να κερδίσουμε όχι μόνο τη μάχη που είμαστε αναγκασμένοι να δώσουμε στα πανεπιστήμια το επόμενο διάστημα αλλά τον ίδιον τον πόλεμο, την κατάργηση του κεφαλαίου και όλων των τάξεων, τη δημιουργία ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση και αλλοτρίωση.

 

Νοέμβρης 2014

Εργαζόμενοι ΕΚΠΑ
Αυτόνομο Σχήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικομαθηματικού (ΦΜΣ) ΕΚΠΑ
Αυτόνομο Σχήμα Σχολής Καλλιτεχνικών Σπουδών (ΣΚΣ) ΤΕΙ Αθήνας
Αυτόνομο Σχήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πάτρας