Πρόλογος

Η προηγούμενη πανεπιστημιακή περίοδος σημαδεύτηκε, κυρίως, από την απεργία των διοικητικών υπαλλήλων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ και των προεκτάσεών της. «Χάνουν το εξάμηνο οι φοιτητές;», «πόσοι εργαζόμενοι χρειάζονται στο ίδρυμα;», «πόση είναι η οικονομική ζημιά των ερευνητικών προγραμμάτων;». Για όσους όμως επιλέγουν, ακόμα, να διαβάζουν την ιστορία μέσα από την πάλη των τάξεων οι προεκτάσεις ήταν διαφορετικές. «Κατάφερε να συνδεθεί ο αγώνας των διοικητικών με τους φοιτητές;», «τι όρια συνάντησαν οι αγωνιζόμενοι;», «αμφισβητήθηκε ο κυρίαρχος ρόλος του πανεπιστημίου στην καπιταλιστική κοινωνία;». Σε αυτές τις τελευταίες ερωτήσεις, αλλά και σε ζητήματα που τέθηκαν όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο του αγώνα, προσπάθησαν να απαντήσουν μια σειρά εκδηλώσεων και συζητήσεων που έλαβαν χώρα σε διάφορες πόλεις όλο το προηγούμενο διάστημα.

 

Αποτέλεσμα όλων αυτών, το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας που εκδόθηκε από εμάς. Ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε φοιτητές απειλούμενοι με διαγραφή και εργαζόμενοι σε διαθεσιμότητα, αιώνιοι καταληψίες και αμετανόητοι απεργοί, εχθροί των εκπαιδευτικών (και όχι μόνο) νόμων και της καθημερινής μιζέριας, αλληλέγγυοι σε κάθε αγώνα που προσπαθεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στις ζωές μας. Είμαστε ζωντανό κομμάτι των κινημάτων, των συγκρούσεων και των αρνήσεων, της ταξικής πάλης με μία λέξη, που πραγματώνεται όλα αυτά τα χρόνια εντός των αμφιθεάτρων, των εργαστηρίων και των γραφείων ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Θεωρούμε αυτονόητη την παρέμβαση και τη συμμετοχή μας στα κινήματα λόγω της κοινωνικής μας θέσης και από εκεί και πέρα αναζητούμε τους συμμάχους μας, όχι μόνο σε αυτούς με τους οποίους έχουμε κοντινές ιδεολογικές θέσεις, αλλά σε αυτούς που θεωρούμε ότι έχουμε κοινά ταξικά συμφέροντα. Έχοντας, από καιρό, αντιληφθεί ότι η γραφειοκρατία των συνδικαλιστικών ηγεσιών και η λογική της ανάθεσης σε κάποιους ειδικούς κι αντιπροσώπους μόνο πίσω μας πάει και εγκλωβίζει τον αγώνα μας, επιζητούμε τη δημιουργία αυτοοργανωμένων δομών (συντονιστικές επιτροπές κατάληψης, απεργιακές επιτροπές) κατά τη διάρκεια του αγώνα, έτσι ώστε οι μορφές και τα περιεχόμενα που αυτός παράγει να είναι κάθε στιγμή κτήμα των ίδιων των αγωνιζόμενων. Η παρέμβασή μας όμως δεν τελειώνει ούτε αρχίζει με το κίνημα και τους αγώνες αλλά συνεχίζεται καθημερινά μέσα από τις επιτροπές αγώνα εργαζομένων-φοιτητών και τα αυτόνομα σχήματα, για την υπεράσπιση και διεύρυνση των ταξικών μας συμφερόντων. Μέσα από αυτές τις συνελεύσεις αγώνα και τις συντροφικές μας σχέσεις προσπαθούμε να συμβάλλουμε στην ενίσχυση των αντιστάσεων ενάντια στις πολιτικές του κεφαλαίου, την επιλογή του συλλογικού δρόμου απέναντι στην εξατομίκευση, την αμφισβήτηση του ρόλου του πανεπιστημίου και της γνώσης που παράγει. Όλα αυτά είναι μια διαρκής κίνηση για την ανασύσταση της κουλτούρας αγώνα και την ανασυγκρότηση του αγωνιζόμενου ταξικού υποκειμένου.
Οι συγγραφείς γνωριστήκαμε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τα κινήματα εντός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τις συζητήσεις και την από κοινού οργάνωση των εκδηλώσεων. Η αγωνία μας για τους αγώνες και την έκβασή τους αποτέλεσε και αποτελεί ένα από τα κοινά μας σημεία, όπως και η ανάγκη για την άμεση ανταλλαγή των σκεπτικών και των πρακτικών τους. Θεωρούμε επιτακτική την αυτοκριτική και τον απολογισμό του αγώνα στον οποίο συμμετείχαμε για την προοπτική της επέκτασής του, την προώθηση της αυτοοργάνωσης, το ξεπέρασμα της λογικής της ανάθεσης και των διαχωρισμών και την ενίσχυση του ταξικού περιεχομένου του αγώνα. Γι’ αυτούς τους λόγους, προχωρήσαμε στην οργάνωση των εκδηλώσεων και την έκδοση του βιβλίου, σε μια προσπάθεια να αναλύσουμε μια σειρά από ζητήματα κομβικής σημασίας και αδιέξοδα που συναντούν οι ταξικοί αγώνες που πραγματώνονται στην Ελλάδα της καπιταλιστικής κρίσης:

  • Ο ρόλος του συνδικαλισμού ως μορφής οργάνωσης του αγώνα, οι πελατειακές σχέσεις και η λογική της ανάθεσης
  • Οι μορφές αυτοοργάνωσης των εργαζομένων μέσα και ενάντια στον συνδικαλισμό και τα όρια τους.
  • Ο εγκλωβισμός των αγώνων στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας και το πρακτικό ξεπέρασμα των ορίων της.
  • Η σχέση των αγώνων των εργαζόμενων στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, παιδεία) με τους «χρήστες» των υπηρεσιών.
  • Οι αδυναμίες της σύνδεσης του αγώνα των εργαζομένων με αυτόν των φοιτητών και η απαθής ή εχθρική στάση από μερίδα φοιτητών.
  • Η έλλειψη κριτικής για το «δημόσιο» πανεπιστήμιο και για το λόγο της αριστεράς περί κοινωνικών αγαθών.
  • Η ιδιωτικοποίηση-επιχειρηματικοποίηση του πανεπιστημίου και η μετακύλιση του κόστους φοίτησης.
  • Το ιδεολόγημα της «ακαδημαϊκής κοινότητας» και των υποτιθέμενων κοινών συμφερόντων.
  • Το άνοιγμα των πανεπιστημιακών χώρων και της υλικής τους υποδομής στα αγωνιζόμενα κομμάτια.
  • Η διαχείριση της απεργίας από τα αστικά μέσα και ο ιδεολογικός/πληροφοριακός πόλεμος εναντίον της.

Ο κατάλογος των ζητημάτων που άνοιξε ο αγώνας στα πανεπιστήμια μπορεί να συνεχιστεί και να αναπτυχθεί για πολλές σελίδες ακόμα. Για εμάς, η κυκλοφορία των αγώνων αποτελεί διακύβευμα, τόσο για το ζήτημα της κινηματικής μνήμης και αυτοκριτικής όσο και για την ενίσχυση του κινηματικού διαλόγου πάνω στους αγώνες και την ανάδειξή τους στη δημόσια σφαίρα. Η αυτοκριτική μας επιτρέπει, τώρα που έχει περάσει κάποιο χρονικό διάστημα από τις κινητοποιήσεις, να παρατηρήσουμε τις κινήσεις, τις στρατηγικές μας και τα αποτελέσματά τους. Να δούμε ξανά τις επιλογές, τις ελλείψεις, τα λάθη, τα όρια μας και να αποτελέσουν οδηγό στα σταυροδρόμια των επόμενων αγώνων-λαβύρινθων. Επιδιώκουμε να συνεισφέρουμε στον κινηματικό διάλογο, που έχει ανοίξει, πάνω στις εμπειρίες των αγώνων μικρών και μεγάλων. Να αναγνωρίσουμε τις δυναμικές και τις αδυναμίες τους, να αντιληφθούμε τα όρια και τα αδιέξοδά τους, να κριτικάρουμε τις μορφές και τα περιεχόμενά τους και να αναζητήσουμε νέα, προσαρμοσμένα στη συγκυρία. Ανάλογες εμπειρίες και καταστάσεις, ανάλογα προβλήματα και αδιέξοδα έχει βιώσει ένα σύνολο ανθρώπων που έχουν συμμετάσχει σε αγώνες ενάντια στην εκπαιδευτική, και όχι μόνο, αναδιάρθρωση. Η εμπειρία αυτή όμως δεν μεταδίδεται κινηματικά, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη και να συναντάμε τα ίδια αδιέξοδα. Ενώ υπάρχει ένα εμφανές νήμα που συνδέει τους αγώνες της τάξης μας όλα αυτά τα χρόνια, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο που να συνδέει τις πιο ανταγωνιστικές και κριτικές τάσεις αυτών. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι μία προλεταριακή/κινηματική δημόσια σφαίρα για τους αγώνες μας που θα ενισχύει την ανάδειξη των ανταγωνιστικών περιεχομένων, των εμπειριών και των πρακτικών τους και τη συλλογική αξιοποίηση των συμπερασμάτων τους προς όφελος της καθημερινής μάχης που διεξάγει η τάξη μας απέναντι στο κεφάλαιο.
Με βάση αυτή τη λογική, της κυκλοφορίας του αγώνα που συμμετείχαμε, πραγματοποιήσαμε την ίδια εκδήλωση στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα, αναζητώντας και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της απεργίας σε κάθε πόλη. Δυστυχώς, η ιδέα για την έκδοση του βιβλίου προέκυψε μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης της Αθήνας, οπότε η συζήτηση που εξελίχθηκε εκεί δεν ηχογραφήθηκε όπως συνέβη στις άλλες δύο περιπτώσεις και δεν εμπεριέχεται. Περιλαμβάνονται όμως οι αφίσες των εκδηλώσεων, οι εισηγήσεις των εργαζόμενων, των σχημάτων και οι κουβέντες που αναπτύχθηκαν στο τέλος των εκδηλώσεων της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας, προσπαθώντας να μην παραφράσουμε τα λεγόμενα κάποιου ή κάποιας. Πέρα από αυτά, η έκδοση αυτή περιλαμβάνει ένα επιγραμματικό χρονολόγιο του αγώνα και των σημαντικότερων στιγμών του, εμπλουτισμένο με φωτογραφίες, καθώς και ένα επίμετρο που περιγράφει την κατάσταση αυτή τη στιγμή στο πανεπιστήμιο.
Και ενώ οι αγώνες μας παραμένουν στην αφάνεια και δεν κυκλοφορούνται σε μια προλεταριακή/κινηματική δημόσια σφαίρα, η κρίση και η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί κεντρικό θέμα συζήτησης στην καπιταλιστική δημόσια σφαίρα. Αυτό αποδεικνύουν οι νόμοι και οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις που έχουν ψηφιστεί και προσπαθούν να εφαρμοστούν τα τελευταία τριάντα χρόνια (από το ν. 815/78 έως το νόμο Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου), προκειμένου να ξεπεραστεί η –διαρκής– κρίση στην εκπαίδευση – με άλλα λόγια, από τη μια μεριά, να αντιμετωπιστεί η χρόνια απειθαρχία των φοιτητών, οι αυξημένες προσδοκίες για κοινωνική άνοδο και οι αγώνες τους και, από την άλλη μεριά, να αποκατασταθεί η σύνδεση του πανεπιστημίου με τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης και να προχωρήσει η μετακύλιση του κόστους εκπαίδευσης στους ίδιους τους φοιτητές. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, προωθείται, μεταξύ άλλων, η σταδιακή ιδιωτικοποίηση κομματιών των πανεπιστημίων, η επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσα σε αυτά και η λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Φυσικά, η ιδιωτικοποίηση και η επιχειρηματικοποίηση δεν μπορεί να είναι ποτέ καθολική αφού είναι αδύνατο να αναλάβει το ιδιωτικό κεφάλαιο εξ ολοκλήρου τη δημόσια εκπαίδευση τόσο εξαιτίας του κεντρικού της ρόλου στη νομιμοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και την αναπαραγωγή, την πειθάρχηση, τη διαίρεση και την κατανομή της εργασιακής δύναμης σε σχέση με τις ανάγκες του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου όσο και γιατί η επένδυση που απαιτείται θα καθιστούσε μια τέτοια επιχείρηση εντελώς ασύμφορη. Η ήδη μειωμένη πάνω από το μισό κρατική χρηματοδότηση των ιδρυμάτων συνδέεται με την αξιολόγηση της παραγωγικότητας, της συμμετοχής των τμημάτων που ανήκουν σε αυτά σε ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα, τον αριθμό των ενεργών φοιτητών τους. Είναι ξεκάθαρη, πλέον, η προώθηση της αυτοχρηματοδότησης και της λειτουργίας των ιδρυμάτων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αποδοτικότητας και κόστους. Τα μη «αποδοτικά» πανεπιστήμια καλούνται να αναλάβουν τα ίδια το κόστος των δραστηριοτήτων τους, προσανατολίζοντας τις σπουδές και την έρευνα προς τα ιδιωτικά συμφέροντα προκειμένου να προσελκύσουν επενδυτές, επιβάλλοντας δίδακτρα όπως ήδη συμβαίνει σε πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα, μειώνοντας τα έξοδα για τη φοιτητική μέριμνα ή αναπτύσσοντας επιχειρηματικές ενέργειες και δημιουργώντας πηγές άμεσου κέρδους μέσω της άμισθης ή χαμηλόμισθης εργασίας των προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών φοιτητών. Βέβαια, είναι αδύνατη η πλήρης απόσυρση του κράτους για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Σε αντίθετη περίπτωση, τα ιδρύματα θα συγχωνεύονται ή θα καταργούνται, όπως συνέβη σε πολλές σχολές και τμήματα με την εφαρμογή του Σχεδίου Αθηνά.
Η αδυναμία του κρατικού προϋπολογισμού να καλύψει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο εργατικό δυναμικό των ΑΕΙ – ΤΕΙ και οι επιταγές των μνημονίων για διαθεσιμότητες και απολύσεις, οδηγούν στη μείωση του αριθμού των μόνιμα εργαζομένων και στην αντικατάσταση αυτού του αριθμού από εργολαβίες, όπως ήδη συμβαίνει σε αρκετούς τομείς (φύλαξη, σίτιση, καθαριότητα) αλλά και σε ορισμένες διοικητικές λειτουργίες. Επεκτείνονται, έτσι, οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας στο εσωτερικό των ιδρυμάτων και το μισθολογικό κόστος των εργολαβικών υπαλλήλων καλούνται να το καλύψουν τα ίδια, ωθώντας τα στην αναζήτηση εσόδων μέσω διδάκτρων και χορηγιών. Η μετακύλιση του κόστους εκπαίδευσης στους ίδιους τους φοιτητές και η μείωση του κοινωνικού μισθού, που συνεχίζεται υπόγεια τα τελευταία χρόνια, φαντάζει ιδανική λύση για την εξοικονόμηση πόρων. Φοιτητικές λέσχες και εστίες, που τη λειτουργία τους έχουν αναλάβει ιδιώτες εργολάβοι, λειτουργούν με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ή αντίτιμο, η δωρεάν παροχή συγγραμμάτων έχει περιοριστεί αισθητά, τα αναλώσιμα πληρώνονται από την τσέπη μας όπως και τα εισιτήρια για τη μεταφορά μας από και προς τις σχολές. Η πειθάρχηση και η αποκατάσταση του ελέγχου στο εσωτερικό των ιδρυμάτων αποτελεί κεντρικό σημείο της αναδιάρθρωσης. Η εντατικοποίηση του προγράμματος σπουδών και της εργασίας μας, οι διαγραφές και οι απολύσεις, οι πολεοδομικές περιφράξεις και η αστυνόμευση αποτελούν κάποια από τα μέτρα που στοχεύουν στη μετατροπή των χώρων των ιδρυμάτων σε αποστειρωμένα πεδία, που προορίζονται για καθαρά ακαδημαϊκούς σκοπούς καταστέλλοντας οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν εναρμονίζεται με αυτούς και περιορίζοντας οποιαδήποτε αγωνιστική διάθεση. Τελικός στόχος, η δημιουργία ενός ευέλικτου, εξειδικευμένου, υποτιμημένου εργατικού δυναμικού και η επιβολή ενός αυταρχικότερου μοντέλου διοίκησης και μιας πιο πειθαρχημένης και εντατικοποιημένης καθημερινότητας.

 

Το πανεπιστήμιο πρέπει να ξανακερδίσει κάποια από την παλιά του αίγλη και να εναρμονιστεί με τις καινούριες απαιτήσεις του κεφαλαίου για να συνεχίσει να επιτελεί το βασικό του ρόλο στην καπιταλιστική κοινωνία, που δεν είναι άλλος από την αναπαραγωγή, την κατανομή και την πειθάρχηση της εργατικής δύναμης που πρέπει να εισαχθεί στη διαδικασία αξιοποίησης. Επιπλέον, η αναπαραγωγή του διαχωρισμού ανάμεσα στη χειρωνακτική και τη διανοητική εργασία και η ισχυροποίηση της δεύτερης, βασικό εργαλείο για την καπιταλιστική παραγωγή και τη διαίρεση της εργατικής τάξης, πραγματοποιείται από το εκπαιδευτικό σύστημα. Αποτελεί, συν τοις άλλοις, και έναν από τους σημαντικότερους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους για την παραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, οξύνοντας τους διαχωρισμούς και προωθώντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο προλεταριάτο.
Είναι σημαντική η συμβολή του πανεπιστημίου στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και του κόσμου του κεφαλαίου, γι’ αυτό ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι αγώνες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του για την άρνηση αυτού του κόσμου και την οικοδόμηση ενός άλλου, κόντρα στη ρητορεία που θεωρεί τους συγκεκριμένους αγώνες υποδεέστερους, τους φοιτητές και τους εργαζόμενους απλά μικροαστούς –ή υποστηρικτές των υπόλοιπων «σημαντικών» αγώνων– και το περιεχόμενό τους ρεφορμιστικό και συντεχνιακό. Θυμίζουμε ότι η ριζοσπαστικοποίηση των μορφών και των περιεχομένων των αγώνων και η αυτονομία τους από τις αλλοτριωτικές μεσολαβήσεις (κόμματα, συνδικάτα, κρατικούς θεσμούς) ως προς τον αυτοκαθορισμό των αναγκών, των στόχων και των συμφερόντων τους, είναι μια καθημερινή μάχη που δίνεται μέσα και ενάντια στις διαδικασίες και τα συντονιστικά του αγώνα. Η εύκολη κριτική, έξω από τους αγώνες και τις σχέσεις τους, ως δικαιολογία της απουσίας μας οφείλει να μας προβληματίζει και όχι να μας καθησυχάζει. Όποιος αναρωτιέται γιατί δεν ξεπερνιούνται οι καπιταλιστικοί διαχωρισμοί και δεν συνδέονται οι αγώνες, ας προσπαθήσει να αναδείξει τη συνολική επίθεση του κεφαλαίου σε όλους μας και να ενώσει τις δυνάμεις του με τους εκάστοτε κινητοποιημένους προκειμένου οι αγώνες να συναντηθούν. Οι αποστάσεις μεταξύ των αγωνιζόμενων που συχνά δημιουργούνται από τις διαφορετικές θέσεις που αυτοί έχουν εντός της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου μπορούν και πρέπει να ξεπεραστούν μέσα από την εμβάθυνση στους υλικούς όρους μέσα στους οποίους ζούμε και παράγουμε, την κριτική των παγιωμένων ρόλων και ταυτοτήτων, ώστε να εντοπίσουμε τα σημεία στα οποία μπορούν οι αγώνες μας να συναντηθούν και να συνενωθούν στη βάση των κοινών αναγκών μας που το κεφάλαιο δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει επαρκώς εντάσσοντάς τες στη διαδικασία αξιοποίησής του. Δυστυχώς μέχρι στιγμής, αυτές οι κοινές ανάγκες και τα σημεία επαφής ούτε διερευνούνται επαρκώς ούτε αναδεικνύονται μέσα στους επιμέρους αγώνες που γίνονται.
Δεν θεωρούμε τους αγώνες εντός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας από άλλους,απλά το πανεπιστήμιο, πέραν της σημασίας του ρόλου του, συνεπώς και του μπλοκαρίσματός του, είναι ένας χώρος με ιδιομορφίες για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Αποτελεί ένα ευρύ πεδίο συνάντησης διάφορων προλεταριακών υποκειμένων και των αρνήσεών τους. Εντός των ιδρυμάτων καθημερινά δουλεύουν, σπουδάζουν, κινούνται κομμάτια της εργατικής τάξης (προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, εργαζόμενοι στις διοικητικές υπηρεσίες, εργολαβικοί, εργαστηριακό προσωπικό, εργαζόμενοι σε ερευνητικά), που βρίσκονται τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά όσον αφορά τις σχέσεις, που μία πιθανή σύνδεση και κατανόηση των κοινών τους συμφερόντων είναι ικανή να συγκροτήσει μια πραγματική κοινότητα αγώνα με τρομερές ικανότητες και προοπτικές. Το άνοιγμα και η αξιοποίηση των υλικών υποδομών που προσφέρουν απλόχερα οι πανεπιστημιακοί χώροι συνολικά από το κίνημα εμπλουτίζει τις δυνατότητες όλων μας και ενισχύει τις προσπάθειες σύνδεσης και επικοινωνίας διαφορετικών αγωνιζόμενων κομματιών. Στο πανεπιστήμιο, και στην εκπαίδευση γενικότερα, είναι που παράγονται ευνοϊκές συνθήκες τόσο για τη νομιμοποίηση και διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος όσο και για την καταστροφή του.

 

Σήμερα που οι ζωντανές στιγμές των φοιτητικών κινημάτων και των αγώνων του παρελθόντος έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν και η αναπόλησή τους αφήνει μόνο μια πικρή γεύση είναι η ώρα να αποδείξουμε ότι τίποτα δεν τελείωσε πραγματικά. Τώρα που προσπαθούν να μας πείσουν ότι η κρίση είναι μια μακρινή περιπέτεια, η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της καπιταλιστικής σχέσης η λύση και εμείς απλά κομπάρσοι, είναι η ώρα να ξαναδούμε τα λάθη και τις ελλείψεις μας, να πιάσουμε ξανά το νήμα που συνδέει τους αγώνες μας και να αντιληφθούμε ότι ο μόνος ρόλος που μας ταιριάζει είναι αυτός του πρωταγωνιστή στη ροή της ιστορίας. Η έκδοση που κρατάτε στα χέρια σας δεν διεκδικεί κανένα ίχνος αντικειμενικότητας, ούτε προσφέρει έτοιμες λύσεις και τρόπους διεξαγωγής των αγώνων, αυτή είναι δουλειά άλλων «ειδικών επιτροπών». Αυτό που προσφέρει είναι οι ανταγωνιστικές σχέσεις και πράξεις των αγωνιζόμενων υποκειμένων. Ελπίζουμε η παρούσα έκδοση να συμβάλλει ακριβώς σ’ αυτό, στη μετάδοση των ανταγωνιστικών μορφών και περιεχομένων και στην ανάδειξη νέων, ικανών να ανταποκριθούν στην απαιτητική συγκυρία των καιρών μας.

Νοέμβρης 2014

Εργαζόμενοι ΕΚΠΑ
Αυτόνομο Σχήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικομαθηματικού (ΦΜΣ) ΕΚΠΑ
Αυτόνομο Σχήμα Σχολής Καλλιτεχνικών Σπουδών (ΣΚΣ) ΤΕΙ Αθήνας
Αυτόνομο Σχήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πάτρας

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *